- ὑπόλευκοι
- ὑπόλευκοςwhitishmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθήρας — Το επάνω μέρος του στήμονα, αρκετά διαφοροποιημένο από το νήμα που τον υποβαστάζει, εκτός αν πρόκειται για άμισχους α. Οι α. έχουν διάφορα σχήματα και χρώματα, αλλά κυρίως είναι κίτρινοι, υπόλευκοι ή γκρίζοι, ανάλογα με το είδος στο οποίο… … Dictionary of Greek